- μονωδία
- Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα φωνών ή οργάνων μπορεί να ενωθεί με τα μέλη μόνο σε ομοφωνία ή στην οκτάβα. Μονωδιακά μέλη είναι τα γρηγοριανά (γρηγοριανό μέλος), εκείνα των λειτουργικών δραμάτων, των τροβαδούρων, των τροβέρων, των Μινεζένγκερ και τέλος τα χορευτικά ή λαϊκά τραγούδια. Μονωδία λέγεται επίσης το τραγούδι για μία μόνο φωνή και οργανική συνοδεία, που χρησιμοποιόταν – αν και όχι τόσο συχνά – και ως αυτοσχεδιασμός στην κλασική αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα μέχρι την εμφάνιση της πολυφωνίας.
Ωστόσο, μετά την επανάσταση της «Νέας Τέχνης» (Ars Nova), η μορφή αυτή εξακολούθησε να εμφανίζεται (μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί ως απαρχή του λιντ και της μελωδίας) και γινόταν πάντα συχνότερη με τη διάδοση της μουσικής για λαούτο (16ος αι.).
Πρότυπα που συνιστούν ένα νέο μουσικό ύφος – το μονωδιακό ύφος – που θ’ αναπτύξει αργότερα το ρετσιτατίβο και η άρια της καντάτας και της όπερας, συναντιούνται στην παραγωγή των μουσικών της φλωρεντινής Καμεράτα (Κατσΐνι, Καβαλιέρι, Πέρι κ.ά.), αρχές του 17ου αι.
* * *η (Α μονῳδία) [μονωδός]άσμα που εκτελείται από ένα άτομο, σε αντιδιαστολή προς το άσμα τού χορούνεοελλ.1. άσμα χορού, αλλά σε ταυτοφωνία2. άσμα για μία φωνή, κν. σόλο, με ή χωρίς συνοδεία οργάνουαρχ.μονωδικός θρήνος.
Dictionary of Greek. 2013.